Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
View word page
καταμελέω
καταμελέω fut. ήσω to take no care of, c. gen., Xen.: absol. to pay no heed, be heedless, Soph., Xen.
ShortDef
to take no care of
Debugging
Headword:
καταμελέω
Headword (normalized):
καταμελέω
Headword (normalized/stripped):
καταμελεω
IDX:
17058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17074
Key:
katamele/w
Data
{'content': 'καταμελέω\n fut. ήσω\n to take no care of, c. gen., Xen.: absol. to pay no heed, be heedless, Soph., Xen.', 'key': 'katamele/w'}