Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
View word page
καταμβλύνω
καταμβλύνω to blunt, or dull, Soph.: aor1 pass. κατημβλύνθην Anth.
ShortDef
to blunt
Debugging
Headword:
καταμβλύνω
Headword (normalized):
καταμβλύνω
Headword (normalized/stripped):
καταμβλυνω
IDX:
17056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17072
Key:
katamblu/nw
Data
{'content': 'καταμβλύνω\n to blunt, or dull, Soph.: aor1 pass. κατημβλύνθην Anth.', 'key': 'katamblu/nw'}