Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
View word page
καταμάω
καταμάω used by Hom. only once in Epic aor1 mid. κατ-αμήσατο Epic aor1 mid. κατ-αμήσατο to scrape over, pile up, heap up, Il. in Act., to cut down, reap like corn (cf. ἀμάω) , Soph.

ShortDef

to scrape over, pile up, heap up

Debugging

Headword:
καταμάω
Headword (normalized):
καταμάω
Headword (normalized/stripped):
καταμαω
IDX:
17055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17071
Key:
katama/w

Data

{'content': 'καταμάω\n used by Hom. only once in Epic aor1 mid. κατ-αμήσατο\n Epic aor1 mid. κατ-αμήσατο\n to scrape over, pile up, heap up, Il.\n in Act., to cut down, reap like corn (cf. ἀμάω) , Soph.', 'key': 'katama/w'}