Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
View word page
καταμάχομαι
καταμάχομαι fut. -μαχοῦμαι Dep. to subdue, conquer, Plut.
ShortDef
to subdue, conquer
Debugging
Headword:
καταμάχομαι
Headword (normalized):
καταμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαχομαι
IDX:
17054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17070
Key:
katama/xomai
Data
{'content': 'καταμάχομαι\n fut. -μαχοῦμαι\n Dep. to subdue, conquer, Plut.', 'key': 'katama/xomai'}