Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμβλύνω
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπία
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἀμβολάδην
ἀμβολά
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβροσία
ἀμβρόσιος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
View word page
ἀμβολιεργός
ἀμβολιεργός poet. for ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον) putting off a work, dilatory, Hes., Plut.
ShortDef
putting off a work, dilatory
Debugging
Headword:
ἀμβολιεργός
Headword (normalized):
ἀμβολιεργός
Headword (normalized/stripped):
αμβολιεργος
IDX:
1707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1707
Key:
a)mboliergo/s
Data
{'content': 'ἀμβολιεργός\n poet. for ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον) \n putting off a work, dilatory, Hes., Plut.', 'key': 'a)mboliergo/s'}