Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
View word page
καταμαρτυρέω
καταμαρτυρέω fut. ήσω to bear witness against, τινός or κατά τινος Oratt.; c. acc. pers. et inf., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Dem.:—Pass. to have evidence given against one, Dem. Pass. also of the evidence, to be given against one, Dem.

ShortDef

to bear witness against

Debugging

Headword:
καταμαρτυρέω
Headword (normalized):
καταμαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
καταμαρτυρεω
IDX:
17053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17069
Key:
katamarture/w

Data

{'content': 'καταμαρτυρέω\n fut. ήσω\n to bear witness against, τινός or κατά τινος Oratt.; c. acc. pers. et inf., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Dem.:—Pass. to have evidence given against one, Dem.\n Pass. also of the evidence, to be given against one, Dem.', 'key': 'katamarture/w'}