Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
View word page
καταμαντεύομαι
καταμαντεύομαι Dep. to divine, surmise, Arist.

ShortDef

to divine, surmise

Debugging

Headword:
καταμαντεύομαι
Headword (normalized):
καταμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαντευομαι
IDX:
17050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17066
Key:
katamanteu/omai

Data

{'content': 'καταμαντεύομαι\n Dep. to divine, surmise, Arist.', 'key': 'katamanteu/omai'}