Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
View word page
καταμανθάνω
καταμανθάνω fut. -μαθήσομαι aor2 κατ-εμάθον to observe well, examine closely, Hdt., Xen. to learn thoroughly, τι Plat., etc. to perceive, understand, Plat., etc. to discover, find, c. part., καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα Hdt.; κ. τινὰ θύοντα Xen. to learn thoroughly, and in perf. to have learnt, to be aware, Xen. to consider, τι Xen.

ShortDef

to observe well, examine closely

Debugging

Headword:
καταμανθάνω
Headword (normalized):
καταμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
καταμανθανω
IDX:
17049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17065
Key:
katamanqa/nw

Data

{'content': 'καταμανθάνω\n fut. -μαθήσομαι\n aor2 κατ-εμάθον\n to observe well, examine closely, Hdt., Xen.\n to learn thoroughly, τι Plat., etc.\n to perceive, understand, Plat., etc.\n to discover, find, c. part., καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα Hdt.; κ. τινὰ θύοντα Xen.\n to learn thoroughly, and in perf. to have learnt, to be aware, Xen.\n to consider, τι Xen.', 'key': 'katamanqa/nw'}