Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
View word page
καταμαγεύω
καταμαγεύω fut. σω to bewitch, Luc.
ShortDef
to bewitch
Debugging
Headword:
καταμαγεύω
Headword (normalized):
καταμαγεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαγευω
IDX:
17046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17062
Key:
katamageu/w
Data
{'content': 'καταμαγεύω\n fut. σω\n to bewitch, Luc.', 'key': 'katamageu/w'}