Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
View word page
καταλωφάω
καταλωφάω Ionic -έω fut. ήσω to rest from a thing, c. gen., Od.

ShortDef

to rest from

Debugging

Headword:
καταλωφάω
Headword (normalized):
καταλωφάω
Headword (normalized/stripped):
καταλωφαω
IDX:
17045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17061
Key:
katalwfa/w

Data

{'content': 'καταλωφάω\n Ionic -έω\n fut. ήσω\n to rest from a thing, c. gen., Od.', 'key': 'katalwfa/w'}