Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
View word page
καταλύσιμος
καταλύσιμος καταλύσιμος, ον to be dissolved or done away, Soph.

ShortDef

to be dissolved

Debugging

Headword:
καταλύσιμος
Headword (normalized):
καταλύσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταλυσιμος
IDX:
17042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17058
Key:
katalu/simos

Data

{'content': 'καταλύσιμος\n καταλύσιμος, ον\n to be dissolved or done away, Soph.', 'key': 'katalu/simos'}