Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
View word page
καταλυμαίνομαι
καταλυμαίνομαι Dep. to ruin utterly, destroy, Xen.

ShortDef

to ruin utterly, destroy

Debugging

Headword:
καταλυμαίνομαι
Headword (normalized):
καταλυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλυμαινομαι
IDX:
17041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17057
Key:
katalumai/nomai

Data

{'content': 'καταλυμαίνομαι\n Dep. to ruin utterly, destroy, Xen.', 'key': 'katalumai/nomai'}