Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμανθάνω
View word page
καταλοχισμός
καταλοχισμός from καταλοχίζω καταλοχισμός, οῦ, distribution into bodies, Plut., Luc.

ShortDef

distribution into bodies

Debugging

Headword:
καταλοχισμός
Headword (normalized):
καταλοχισμός
Headword (normalized/stripped):
καταλοχισμος
IDX:
17039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17055
Key:
kataloxismo/s

Data

{'content': 'καταλοχισμός\n from καταλοχίζω\n καταλοχισμός, οῦ,\n distribution into bodies, Plut., Luc.', 'key': 'kataloxismo/s'}