καταλοφάδεια
καταλοφάδεια
= κατὰ τὸν λόφον, on the neck, βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων (sc. τὸν ἔλαφον) Od.
{
"content": "καταλοφάδεια\n = κατὰ τὸν λόφον, on the neck, βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων (sc. τὸν ἔλαφον) Od.",
"key": "katalofa/deia"
}