Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύω
καταλωφάω
καταμαγεύω
καταμαλακίζω
View word page
καταλοφάδεια
καταλοφάδεια = κατὰ τὸν λόφον, on the neck, βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων (sc. τὸν ἔλαφον) Od.
ShortDef
on the neck
Debugging
Headword:
καταλοφάδεια
Headword (normalized):
καταλοφάδεια
Headword (normalized/stripped):
καταλοφαδεια
IDX:
17037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17053
Key:
katalofa/deia
Data
{'content': 'καταλοφάδεια\n = κατὰ τὸν λόφον, on the neck, βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων (sc. τὸν ἔλαφον) Od.', 'key': 'katalofa/deia'}