Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
View word page
καταλλακτικός
καταλλακτικός καταλλακτικός, ή, όν easy to reconcile, placable, Arist.

ShortDef

easy to reconcile, placable

Debugging

Headword:
καταλλακτικός
Headword (normalized):
καταλλακτικός
Headword (normalized/stripped):
καταλλακτικος
IDX:
17029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17045
Key:
katallaktiko/s

Data

{'content': 'καταλλακτικός\n καταλλακτικός, ή, όν\n easy to reconcile, placable, Arist.', 'key': 'katallaktiko/s'}