καταλλακτικός
καταλλακτικός
καταλλακτικός, ή, όν
easy to reconcile, placable, Arist.
{
"content": "καταλλακτικός\n καταλλακτικός, ή, όν\n easy to reconcile, placable, Arist.",
"key": "katallaktiko/s"
}