Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
καταλούομαι
View word page
καταλιμπάνω
καταλιμπάνω = καταλείπω, Thuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλιμπάνω
Headword (normalized):
καταλιμπάνω
Headword (normalized/stripped):
καταλιμπανω
IDX:
17026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17042
Key:
katalimpa/nw

Data

{'content': 'καταλιμπάνω\n = καταλείπω, Thuc.', 'key': 'katalimpa/nw'}