Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοκίζω
View word page
καταλιμνάζω
καταλιμνάζω to make into a lake or swamp, Byz.
ShortDef
to make into a lake
Debugging
Headword:
καταλιμνάζω
Headword (normalized):
καταλιμνάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλιμναζω
IDX:
17025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17041
Key:
katalimna/zw
Data
{'content': 'καταλιμνάζω\n to make into a lake or swamp, Byz.', 'key': 'katalimna/zw'}