Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
κατάλογος
View word page
καταλιθόω
καταλιθόω fut. ώσω to stone to death, Dem.
ShortDef
to stone to death
Debugging
Headword:
καταλιθόω
Headword (normalized):
καταλιθόω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθοω
IDX:
17024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17040
Key:
kataliqo/w
Data
{'content': 'καταλιθόω\n fut. ώσω\n to stone to death, Dem.', 'key': 'kataliqo/w'}