Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογίζομαι
View word page
καταλιθάζω
καταλιθάζω = καταλιθόω, NTest.

ShortDef

stone to death

Debugging

Headword:
καταλιθάζω
Headword (normalized):
καταλιθάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθαζω
IDX:
17023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17039
Key:
kataliqa/zw

Data

{'content': 'καταλιθάζω\n = καταλιθόω, NTest.', 'key': 'kataliqa/zw'}