Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
View word page
καταληπτικός
καταληπτικός καταληπτικός, ή, όν καταλαβεῖν able to keep down or check, c. gen., Ar.

ShortDef

able to keep down

Debugging

Headword:
καταληπτικός
Headword (normalized):
καταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
καταληπτικος
IDX:
17020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17036
Key:
katalhptiko/s

Data

{'content': 'καταληπτικός\n καταληπτικός, ή, όν\n καταλαβεῖν\n able to keep down or check, c. gen., Ar.', 'key': 'katalhptiko/s'}