καταληπτικός
καταληπτικός
καταληπτικός, ή, όν
καταλαβεῖν
able to keep down or check, c. gen., Ar.
{
"content": "καταληπτικός\n καταληπτικός, ή, όν\n καταλαβεῖν\n able to keep down or check, c. gen., Ar.",
"key": "katalhptiko/s"
}