Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιμπάνω
καταλιπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
View word page
καταληπτέος
καταληπτέος καταληπτέος, α, ον verb. adj. of καταλαμβάνω, to be seized or occupied, Plut.
ShortDef
to be seized
Debugging
Headword:
καταληπτέος
Headword (normalized):
καταληπτέος
Headword (normalized/stripped):
καταληπτεος
IDX:
17019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17035
Key:
katalhpte/os
Data
{'content': 'καταληπτέος\n καταληπτέος, α, ον\n verb. adj. of καταλαμβάνω,\n to be seized or occupied, Plut.', 'key': 'katalhpte/os'}