Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
View word page
καταλεπτολογέω
καταλεπτολογέω fut. ήσω to waste in subtle talk, Ar.

ShortDef

to waste in subtle talk

Debugging

Headword:
καταλεπτολογέω
Headword (normalized):
καταλεπτολογέω
Headword (normalized/stripped):
καταλεπτολογεω
IDX:
17014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17030
Key:
kataleptologe/w

Data

{'content': 'καταλεπτολογέω\n fut. ήσω\n to waste in subtle talk, Ar.', 'key': 'kataleptologe/w'}