Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
καταλιθάζω
View word page
κατάλειψις
κατάλειψις κατάλειψις, εως καταλείπω a leaving behind, Plat.
ShortDef
a leaving behind
Debugging
Headword:
κατάλειψις
Headword (normalized):
κατάλειψις
Headword (normalized/stripped):
καταλειψις
IDX:
17013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17029
Key:
kata/leiyis
Data
{'content': 'κατάλειψις\n κατάλειψις, εως\n καταλείπω\n a leaving behind, Plat.', 'key': 'kata/leiyis'}