Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
κατάληψις
View word page
καταλειτουργέω
καταλειτουργέω fut. ήσω to spend all oneʼs substance in bearing the public burdens (λειτουργίαι) , Dem.

ShortDef

to spend all one's substance

Debugging

Headword:
καταλειτουργέω
Headword (normalized):
καταλειτουργέω
Headword (normalized/stripped):
καταλειτουργεω
IDX:
17012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17028
Key:
kataleitourge/w

Data

{'content': 'καταλειτουργέω\n fut. ήσω\n to spend all oneʼs substance in bearing the public burdens (λειτουργίαι) , Dem.', 'key': 'kataleitourge/w'}