Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
View word page
κατάλειπτος
κατάλειπτος from καταλείβω κατ-άλειπτος, ον anointed, Ar.

ShortDef

anointed

Debugging

Headword:
κατάλειπτος
Headword (normalized):
κατάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
καταλειπτος
IDX:
17010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17026
Key:
kata/leiptos

Data

{'content': 'κατάλειπτος\n from καταλείβω\n κατ-άλειπτος, ον\n anointed, Ar.', 'key': 'kata/leiptos'}