Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
View word page
καταλείβω
καταλείβω fut. ψω to pour down; absol. to shed tears, Eur.:- Pass. to drop down, Il., Eur.

ShortDef

to pour down

Debugging

Headword:
καταλείβω
Headword (normalized):
καταλείβω
Headword (normalized/stripped):
καταλειβω
IDX:
17009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17025
Key:
katalei/bw

Data

{'content': 'καταλείβω\n fut. ψω\n to pour down; absol. to shed tears, Eur.:- Pass. to drop down, Il., Eur.', 'key': 'katalei/bw'}