Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
καταλήγω
View word page
καταλγέω
καταλγέω fut. ήσω to suffer much, feel sore pain, Soph.

ShortDef

to suffer much, feel sore pain

Debugging

Headword:
καταλγέω
Headword (normalized):
καταλγέω
Headword (normalized/stripped):
καταλγεω
IDX:
17007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17023
Key:
katalge/w

Data

{'content': 'καταλγέω\n fut. ήσω\n to suffer much, feel sore pain, Soph.', 'key': 'katalge/w'}