Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέω
View word page
καταλάμπω
καταλάμπω fut. -λάμψω to shine upon or over, c. gen., Plat.: c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plut. absol. to shine, Eur.; so in Mid., Eur.

ShortDef

to shine upon

Debugging

Headword:
καταλάμπω
Headword (normalized):
καταλάμπω
Headword (normalized/stripped):
καταλαμπω
IDX:
17006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17022
Key:
katala/mpw

Data

{'content': 'καταλάμπω\n fut. -λάμψω\n to shine upon or over, c. gen., Plat.: c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plut.\n absol. to shine, Eur.; so in Mid., Eur.', 'key': 'katala/mpw'}