καταλαμπτέος
καταλαμπτέος
from καταλαμβάνω
καταλαμπτέος, α, ον
Ionic for καταληπτέος,
to be arrested, Hdt.
{
"content": "καταλαμπτέος\n from καταλαμβάνω\n καταλαμπτέος, α, ον\n Ionic for καταληπτέος,\n to be arrested, Hdt.",
"key": "katalampte/os"
}