Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
καταλεπτολογέω
καταλεύω
View word page
καταλαμπτέος
καταλαμπτέος from καταλαμβάνω καταλαμπτέος, α, ον Ionic for καταληπτέος, to be arrested, Hdt.

ShortDef

to be arrested

Debugging

Headword:
καταλαμπτέος
Headword (normalized):
καταλαμπτέος
Headword (normalized/stripped):
καταλαμπτεος
IDX:
17005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17021
Key:
katalampte/os

Data

{'content': 'καταλαμπτέος\n from καταλαμβάνω\n καταλαμπτέος, α, ον\n Ionic for καταληπτέος,\n to be arrested, Hdt.', 'key': 'katalampte/os'}