Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
κατάλειψις
View word page
κατάλαλος
κατάλαλος κατά-λᾰλος, ὁ, a slanderer, NTest.
ShortDef
a slanderer
Debugging
Headword:
κατάλαλος
Headword (normalized):
κατάλαλος
Headword (normalized/stripped):
καταλαλος
IDX:
17003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17019
Key:
kata/lalos
Data
{'content': 'κατάλαλος\n κατά-λᾰλος, ὁ,\n a slanderer, NTest.', 'key': 'kata/lalos'}