Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγω
καταλείβω
View word page
κατακωμάζω
κατακωμάζω fut. σω to burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Eur.

ShortDef

to burst riotously in upon

Debugging

Headword:
κατακωμάζω
Headword (normalized):
κατακωμάζω
Headword (normalized/stripped):
κατακωμαζω
IDX:
16999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17015
Key:
katakwma/zw

Data

{'content': 'κατακωμάζω\n fut. σω\n to burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Eur.', 'key': 'katakwma/zw'}