κατακωμάζω
κατακωμάζω
fut. σω
to burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Eur.
{
"content": "κατακωμάζω\n fut. σω\n to burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Eur.",
"key": "katakwma/zw"
}