Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
View word page
κατακυρόω
κατακυρόω fut. ώσω to confirm, ratify, Soph.:—Pass., ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς, κατακριθείς, condemned to death, Eur.
ShortDef
to confirm, ratify
Debugging
Headword:
κατακυρόω
Headword (normalized):
κατακυρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακυροω
IDX:
16997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17013
Key:
katakuro/w
Data
{'content': 'κατακυρόω\n fut. ώσω\n to confirm, ratify, Soph.:—Pass., ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς, κατακριθείς, condemned to death, Eur.', 'key': 'katakuro/w'}