Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
View word page
κατακύπτω
κατακύπτω fut. ψω to bend down, stoop, Il.:— bend down and peep into a thing, Luc.

ShortDef

to bend down, stoop

Debugging

Headword:
κατακύπτω
Headword (normalized):
κατακύπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακυπτω
IDX:
16995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17011
Key:
kataku/ptw

Data

{'content': 'κατακύπτω\n fut. ψω\n to bend down, stoop, Il.:— bend down and peep into a thing, Luc.', 'key': 'kataku/ptw'}