Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατακωλύω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαλιά
κατάλαλος
View word page
κατακυκλόω
κατακυκλόω fut. ώσω to encircle; in Mid., Plut.
ShortDef
to encircle
Debugging
Headword:
κατακυκλόω
Headword (normalized):
κατακυκλόω
Headword (normalized/stripped):
κατακυκλοω
IDX:
16993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17009
Key:
katakuklo/w
Data
{'content': 'κατακυκλόω\n fut. ώσω\n to encircle; in Mid., Plut.', 'key': 'katakuklo/w'}