Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
View word page
κατάκριμα
κατάκριμα κατάκρῐμα, ατος, τό, condemnation, judgment, NTest. from κατακρί_νω

ShortDef

condemnation, judgment

Debugging

Headword:
κατάκριμα
Headword (normalized):
κατάκριμα
Headword (normalized/stripped):
κατακριμα
IDX:
16984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17000
Key:
kata/krima

Data

{'content': 'κατάκριμα\n κατάκρῐμα, ατος, τό,\n condemnation, judgment, NTest.\n from κατακρί_νω', 'key': 'kata/krima'}