Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
View word page
ἀγκάλη
ἀγκάλη ἄγκος the bent arm, Hdt., etc.; mostly in pl., ἐν ἀγκάλαις in the arms, Aesch., Eur.; ἐν ταῖς ἀγκ. Xen.;—in sg., φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ Hdt. metaph. anything closely enfolding, πετραία ἀγκάλη Aesch.; πόντιαι ἀγκάλαι bights or arms of the sea, Aesch.; κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Ar.

ShortDef

the bent arm

Debugging

Headword:
ἀγκάλη
Headword (normalized):
ἀγκάλη
Headword (normalized/stripped):
αγκαλη
IDX:
170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n170
Key:
a)gka/lh

Data

{'content': 'ἀγκάλη\n ἄγκος\n the bent arm, Hdt., etc.; mostly in pl., ἐν ἀγκάλαις in the arms, Aesch., Eur.; ἐν ταῖς ἀγκ. Xen.;—in sg., φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ Hdt.\n metaph. anything closely enfolding, πετραία ἀγκάλη Aesch.; πόντιαι ἀγκάλαι bights or arms of the sea, Aesch.; κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Ar.', 'key': 'a)gka/lh'}