Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυκλόω
View word page
κατάκρης
κατάκρης better κατʼ ἄκρης, v. ἄκρα.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατάκρης
Headword (normalized):
κατάκρης
Headword (normalized/stripped):
κατακρης
IDX:
16983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16999
Key:
kata/krhs
Data
{'content': 'κατάκρης\n better κατʼ ἄκρης, v. ἄκρα.', 'key': 'kata/krhs'}