Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτείνω
κατακτός
View word page
κατακρημνίζω
κατακρημνίζω fut. σω to throw down a precipice, Dem., Plut. generally, to throw headlong down, ἐκ τριηρέων Xen.:—Pass. to be so thrown down, Xen.
ShortDef
to throw down a precipice
Debugging
Headword:
κατακρημνίζω
Headword (normalized):
κατακρημνίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακρημνιζω
IDX:
16981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16997
Key:
katakrhmni/zw
Data
{'content': 'κατακρημνίζω\n fut. σω\n to throw down a precipice, Dem., Plut.\n generally, to throw headlong down, ἐκ τριηρέων Xen.:—Pass. to be so thrown down, Xen.', 'key': 'katakrhmni/zw'}