Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
View word page
κατακρῆθεν
κατακρῆθεν better κατὰ κρῆθεν, v. κράς II.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακρῆθεν
Headword (normalized):
κατακρῆθεν
Headword (normalized/stripped):
κατακρηθεν
IDX:
16979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16995
Key:
katakrh=qen

Data

{'content': 'κατακρῆθεν\n better κατὰ κρῆθεν, v. κράς II.', 'key': 'katakrh=qen'}