Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
View word page
κατακρεμάννυμι
κατακρεμάννυμι fut. -κρέμασω to hang up, Od., Hdt. κατακρέμαμαι Pass. to hang down, be suspended, Hdt.

ShortDef

to hang up

Debugging

Headword:
κατακρεμάννυμι
Headword (normalized):
κατακρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
κατακρεμαννυμι
IDX:
16978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16994
Key:
katakrema/nnumi

Data

{'content': 'κατακρεμάννυμι\n fut. -κρέμασω\n to hang up, Od., Hdt.\n κατακρέμαμαι Pass. to hang down, be suspended, Hdt.', 'key': 'katakrema/nnumi'}