Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρύπτω
View word page
κατακράζω
κατακράζω fut. -κεκράξομαι to cry down, outdo in crying, Ar.
ShortDef
to cry down, outdo in crying
Debugging
Headword:
κατακράζω
Headword (normalized):
κατακράζω
Headword (normalized/stripped):
κατακραζω
IDX:
16976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16992
Key:
katakra/zw
Data
{'content': 'κατακράζω\n fut. -κεκράξομαι\n to cry down, outdo in crying, Ar.', 'key': 'katakra/zw'}