Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
κατακρατέω
κατακρεμάννυμι
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι Pass.
κατακρημνίζω
κατάκρημνος
κατάκρης
κατάκριμα
κατακρίνω
View word page
κατακούω
κατακούω fut. σομαι to hear and obey, be subject to another, c. dat., Hdt.; c. gen., τινός Dem. to hearken or give ear to one, Dem. to hear plainly, τι or τινά, Eur., Thuc., etc.; τινός Ar.

ShortDef

to hear and obey, be subject to

Debugging

Headword:
κατακούω
Headword (normalized):
κατακούω
Headword (normalized/stripped):
κατακουω
IDX:
16975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16991
Key:
katakou/w

Data

{'content': 'κατακούω\n fut. σομαι\n to hear and obey, be subject to another, c. dat., Hdt.; c. gen., τινός Dem.\n to hearken or give ear to one, Dem.\n to hear plainly, τι or τινά, Eur., Thuc., etc.; τινός Ar.', 'key': 'katakou/w'}