Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
κατακράζω
View word page
κατακομίζω
κατακομίζω fut. Attic ιῶ to bring down, esp. from the inland to the coast, Thuc. κ. ναῦν to bring it into harbour, Dem. metaph. to bring into a place of refuge, Dem.

ShortDef

to bring down

Debugging

Headword:
κατακομίζω
Headword (normalized):
κατακομίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακομιζω
IDX:
16966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16982
Key:
katakomi/zw

Data

{'content': 'κατακομίζω\n fut. Attic ιῶ\n to bring down, esp. from the inland to the coast, Thuc.\n κ. ναῦν to bring it into harbour, Dem.\n metaph. to bring into a place of refuge, Dem.', 'key': 'katakomi/zw'}