Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακούω
View word page
κατακομιδή
κατακομιδή κατακομῐδή, ἡ, a bringing down to the sea-shore for exportation, Thuc. from κατακομίζω
ShortDef
a bringing down to the sea-shore for exportation
Debugging
Headword:
κατακομιδή
Headword (normalized):
κατακομιδή
Headword (normalized/stripped):
κατακομιδη
IDX:
16965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16981
Key:
katakomidh/
Data
{'content': 'κατακομιδή\n κατακομῐδή, ἡ,\n a bringing down to the sea-shore for exportation, Thuc.\n from κατακομίζω', 'key': 'katakomidh/'}