Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
View word page
κατακολυμβάω
κατακολυμβάω fut. ήσω to dive down, Thuc.
ShortDef
to dive down
Debugging
Headword:
κατακολυμβάω
Headword (normalized):
κατακολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
κατακολυμβαω
IDX:
16964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16980
Key:
katakolumba/w
Data
{'content': 'κατακολυμβάω\n fut. ήσω\n to dive down, Thuc.', 'key': 'katakolumba/w'}