Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
View word page
κατακολπίζω
κατακολπίζω fut. Attic ιῶ κόλπος to run into a bay, Thuc.

ShortDef

to run into a bay

Debugging

Headword:
κατακολπίζω
Headword (normalized):
κατακολπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακολπιζω
IDX:
16963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16979
Key:
katakolpi/zw

Data

{'content': 'κατακολπίζω\n fut. Attic ιῶ\n κόλπος\n to run into a bay, Thuc.', 'key': 'katakolpi/zw'}