Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
κατακορής
View word page
κατακολουθέω
κατακολουθέω fut. ήσω to follow after, obey, Plut.
ShortDef
to follow after, obey
Debugging
Headword:
κατακολουθέω
Headword (normalized):
κατακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
κατακολουθεω
IDX:
16962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16978
Key:
katakolouqe/w
Data
{'content': 'κατακολουθέω\n fut. ήσω\n to follow after, obey, Plut.', 'key': 'katakolouqe/w'}