Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
κατακόπτω
View word page
κατακοινωνέω
κατακοινωνέω fut. ήσω to make one a partaker, Dem.; κ. τὰ τῆς πόλεως to share the public property among themselves, Aeschin.

ShortDef

to give a share

Debugging

Headword:
κατακοινωνέω
Headword (normalized):
κατακοινωνέω
Headword (normalized/stripped):
κατακοινωνεω
IDX:
16961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16977
Key:
katakoinwne/w

Data

{'content': 'κατακοινωνέω\n fut. ήσω\n to make one a partaker, Dem.; κ. τὰ τῆς πόλεως to share the public property among themselves, Aeschin.', 'key': 'katakoinwne/w'}