Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακοντίζω
View word page
κατακοιμίζω
κατακοιμίζω fut. σω = κατακοιμάω, II, Plat., Luc.

ShortDef

lull to sleep, sleep through

Debugging

Headword:
κατακοιμίζω
Headword (normalized):
κατακοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμιζω
IDX:
16960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16976
Key:
katakoimi/zw

Data

{'content': 'κατακοιμίζω\n fut. σω\n = κατακοιμάω, II, Plat., Luc.', 'key': 'katakoimi/zw'}