Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
κατακονδυλίζω
View word page
κατακοιμάω
κατακοιμάω fut. ήσω intr. to sleep through, κ. τὴν φυλακήν to sleep out the watch, i. e. sleep all the time of oneʼs watch, Hdt.; so, κατακοιμῆσαι τὴν ἡμέραν Xen.: absol. to go to sleep, Hdt. in Causal sense, to put to sleep, Soph.:—Pass., aor1 κατακοιμηθῆναι, to go to sleep, sleep, Il., Hdt.

ShortDef

to sleep through

Debugging

Headword:
κατακοιμάω
Headword (normalized):
κατακοιμάω
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμαω
IDX:
16959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16975
Key:
katakoima/w

Data

{'content': 'κατακοιμάω\n fut. ήσω\n intr. to sleep through, κ. τὴν φυλακήν to sleep out the watch, i. e. sleep all the time of oneʼs watch, Hdt.; so, κατακοιμῆσαι τὴν ἡμέραν Xen.: absol. to go to sleep, Hdt.\n in Causal sense, to put to sleep, Soph.:—Pass., aor1 κατακοιμηθῆναι, to go to sleep, sleep, Il., Hdt.', 'key': 'katakoima/w'}